Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔκτοθι
ἐκτολυπεύω
ἐκτομή
ἐκτομίας
ἐκτομίς
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἔκτοπος
ἐκτορέω
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἐκτραγῳδέω
ἕκτος
ἐκτός
ἐκτράπεζος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
ἐκτρέφω
View word page
ἔκτοσε
ἔκτοσε from ἐκτός outwards: c. gen. out of, Od.
ShortDef
outwards
Debugging
Headword:
ἔκτοσε
Headword (normalized):
ἔκτοσε
Headword (normalized/stripped):
εκτοσε
IDX:
10388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10391
Key:
e)/ktose
Data
{'content': 'ἔκτοσε\n from ἐκτός\n outwards: c. gen. out of, Od.', 'key': 'e)/ktose'}