Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἐκτολυπεύω
ἐκτομή
ἐκτομίας
ἐκτομίς
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἔκτοπος
ἐκτορέω
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἐκτραγῳδέω
ἕκτος
ἐκτός
ἐκτράπεζος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
ἐκτραχύνω
ἐκτρέπω
View word page
ἐκτορέω
ἐκτορέω fut. ήσω to kill by piercing, Hhymn.
ShortDef
to kill by piercing
Debugging
Headword:
ἐκτορέω
Headword (normalized):
ἐκτορέω
Headword (normalized/stripped):
εκτορεω
IDX:
10387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10390
Key:
e)ktore/w
Data
{'content': 'ἐκτορέω\n fut. ήσω\n to kill by piercing, Hhymn.', 'key': 'e)ktore/w'}