Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκέλευστος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
ἀκεστής
ἀκεστορία
ἀκεστός
View word page
ἀκέρκιστος
ἀκέρκιστος κερκίζω unwoven, Anth.
ShortDef
unwoven
Debugging
Headword:
ἀκέρκιστος
Headword (normalized):
ἀκέρκιστος
Headword (normalized/stripped):
ακερκιστος
IDX:
1039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1039
Key:
a)ke/rkistos
Data
{'content': 'ἀκέρκιστος\n κερκίζω\n unwoven, Anth.', 'key': 'a)ke/rkistos'}