ἐκτόπιος
ἐκτόπιος
ἐκτόπιος, α, ον
= ἔκτοπος, Soph.
ἠνύσατʼ ἐκτοπίαν φλόγα ye have put away the fire, Soph.
{
"content": "ἐκτόπιος\n ἐκτόπιος, α, ον\n = ἔκτοπος, Soph.\n ἠνύσατʼ ἐκτοπίαν φλόγα ye have put away the fire, Soph.",
"key": "e)kto/pios"
}