Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκτίνω
ἐκτιτρώσκω
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἐκτολυπεύω
ἐκτομή
ἐκτομίας
ἐκτομίς
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἔκτοπος
ἐκτορέω
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἐκτραγῳδέω
ἕκτος
ἐκτός
ἐκτράπεζος
ἐκτράπελος
ἐκτραχηλίζω
View word page
ἐκτόπιος
ἐκτόπιος ἐκτόπιος, α, ον = ἔκτοπος, Soph. ἠνύσατʼ ἐκτοπίαν φλόγα ye have put away the fire, Soph.

ShortDef

put away

Debugging

Headword:
ἐκτόπιος
Headword (normalized):
ἐκτόπιος
Headword (normalized/stripped):
εκτοπιος
IDX:
10385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10388
Key:
e)kto/pios

Data

{'content': 'ἐκτόπιος\n ἐκτόπιος, α, ον\n = ἔκτοπος, Soph.\n ἠνύσατʼ ἐκτοπίαν φλόγα ye have put away the fire, Soph.', 'key': 'e)kto/pios'}