Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκτιμάω
ἔκτιμος
ἐκτινάσσω
ἐκτίνω
ἐκτιτρώσκω
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἐκτολυπεύω
ἐκτομή
ἐκτομίας
ἐκτομίς
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἔκτοπος
ἐκτορέω
ἔκτοσε
ἔκτοσθε
ἐκτραγῳδέω
ἕκτος
ἐκτός
View word page
ἐκτομίς
ἐκτομίς ἐκτομίς, ίδος ἐκτέμνω fem. adj. cutting down, Anth.
ShortDef
cutting down
Debugging
Headword:
ἐκτομίς
Headword (normalized):
ἐκτομίς
Headword (normalized/stripped):
εκτομις
IDX:
10382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10385
Key:
e)ktomi/s
Data
{'content': 'ἐκτομίς\n ἐκτομίς, ίδος\n ἐκτέμνω\n fem. adj. cutting down, Anth.', 'key': 'e)ktomi/s'}