Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἑκτέος
ἐκτεφρόω
ἐκτήκω
ἑκτημόριοι
ἐκτίθημι
ἐκτίλλω
ἐκτιμάω
ἔκτιμος
ἐκτινάσσω
ἐκτίνω
ἐκτιτρώσκω
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἐκτολυπεύω
ἐκτομή
ἐκτομίας
ἐκτομίς
ἐκτοξεύω
ἐκτοπίζω
ἐκτόπιος
ἔκτοπος
View word page
ἐκτιτρώσκω
ἐκτιτρώσκω fut. -τρώσω to bring forth untimely: to miscarry, Hdt.
ShortDef
to bring forth untimely: to miscarry
Debugging
Headword:
ἐκτιτρώσκω
Headword (normalized):
ἐκτιτρώσκω
Headword (normalized/stripped):
εκτιτρωσκω
IDX:
10376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10379
Key:
e)ktitrw/skw
Data
{'content': 'ἐκτιτρώσκω\n fut. -τρώσω\n to bring forth untimely: to miscarry, Hdt.', 'key': 'e)ktitrw/skw'}