Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκτελέω
ἐκτελής
ἐκτέμνω
ἐκτένεια
ἐκτενής
ἑκτέος
ἐκτεφρόω
ἐκτήκω
ἑκτημόριοι
ἐκτίθημι
ἐκτίλλω
ἐκτιμάω
ἔκτιμος
ἐκτινάσσω
ἐκτίνω
ἐκτιτρώσκω
ἔκτοθεν
ἔκτοθι
ἐκτολυπεύω
ἐκτομή
ἐκτομίας
View word page
ἐκτίλλω
ἐκτίλλω fut. -τιλῶ to pluck out hair:—Pass., κόμην ἐκτετιλμένος having oneʼs hair plucked out, Anacr.
ShortDef
to pluck out
Debugging
Headword:
ἐκτίλλω
Headword (normalized):
ἐκτίλλω
Headword (normalized/stripped):
εκτιλλω
IDX:
10371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10374
Key:
e)kti/llw
Data
{'content': 'ἐκτίλλω\n fut. -τιλῶ\n to pluck out hair:—Pass., κόμην ἐκτετιλμένος having oneʼs hair plucked out, Anacr.', 'key': 'e)kti/llw'}