Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκάτιον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκέλευστος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
ἀκέρκιστος
ἄκερκος
ἀκερματία
ἀκερσεκόμης
ἀκέρωτος
ἄκεσις
ἄκεσμα
ἀκεστήρ
View word page
ἀκεραύνωτος
ἀκεραύνωτος κεραυνόω not lightning-struck, Luc.
ShortDef
not lightning-struck
Debugging
Headword:
ἀκεραύνωτος
Headword (normalized):
ἀκεραύνωτος
Headword (normalized/stripped):
ακεραυνωτος
IDX:
1036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1036
Key:
a)kerau/nwtos
Data
{'content': 'ἀκεραύνωτος\n κεραυνόω\n not lightning-struck, Luc.', 'key': 'a)kerau/nwtos'}