Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκστέφω
ἐκστρατεία
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκσυρίζω
ἐκσφραγίζομαι
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἐκτανύω
ἐκταράσσω
ἔκτασις
ἐκτάσσω
ἐκτείνω
ἐκτειχίζω
ἐκτεκνόω
ἐκτελευτάω
ἐκτελέω
View word page
ἐκτάδιος
ἐκτάδιος ἐκτάδιος (ᾰ), η, ον ἐκτείνω outstretched, outspread, Il.

ShortDef

outstretched, outspread

Debugging

Headword:
ἐκτάδιος
Headword (normalized):
ἐκτάδιος
Headword (normalized/stripped):
εκταδιος
IDX:
10351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10354
Key:
e)kta/dios

Data

{'content': 'ἐκτάδιος\n ἐκτάδιος (ᾰ), η, ον\n ἐκτείνω\n outstretched, outspread, Il.', 'key': 'e)kta/dios'}