Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκσπάω
ἐκσπένδω
ἔκσπονδος
ἑκστάδιος
ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστρατεία
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκσυρίζω
ἐκσφραγίζομαι
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
ἐκτάδην
ἐκτάδιος
ἑκταῖος
ἐκτανύω
ἐκταράσσω
View word page
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρατοπεδεύομαι fut. -εύσομαι Dep. with perf. pass. to encamp outside, Thuc., Xen.

ShortDef

to encamp outside

Debugging

Headword:
ἐκστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized):
ἐκστρατοπεδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκστρατοπεδευομαι
IDX:
10344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10347
Key:
e)kstratopedeu/omai

Data

{'content': 'ἐκστρατοπεδεύομαι\n fut. -εύσομαι\n Dep. with perf. pass. to encamp outside, Thuc., Xen.', 'key': 'e)kstratopedeu/omai'}