Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκσιγάομαι
ἐκσκεδάννυμι
ἐκσκευάζω
ἐκσμάω
ἐκσοβέω
ἐκσπάω
ἐκσπένδω
ἔκσπονδος
ἑκστάδιος
ἔκστασις
ἐκστατικός
ἐκστέλλω
ἐκστέφω
ἐκστρατεία
ἐκστρατεύω
ἐκστρατοπεδεύομαι
ἐκστρέφω
ἐκσυρίζω
ἐκσφραγίζομαι
ἐκσῴζω
ἐκσωρεύω
View word page
ἐκστατικός
ἐκστατικός ἐκστᾰτικός, ή, όν inclined to depart from, c. gen., Arist.

ShortDef

inclined to depart from

Debugging

Headword:
ἐκστατικός
Headword (normalized):
ἐκστατικός
Headword (normalized/stripped):
εκστατικος
IDX:
10339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10342
Key:
e)kstatiko/s

Data

{'content': 'ἐκστατικός\n ἐκστᾰτικός, ή, όν\n inclined to depart from, c. gen., Arist.', 'key': 'e)kstatiko/s'}