Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπροχέω
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέω
ἐκπτύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
ἐκ
ἐκπύρωσις
ἔκπυστος
ἔκπωμα
ἐκπωτάομαι
ἐκραίνω
ἐκρέω
ἐκρήγνυμι
ἐκριζόω
ἐκριπίζω
ἐκρίπτω
ἐκροή
ἔκροος
ἐκροφέω
View word page
ἔκπωμα
ἔκπωμα ἔκπωμα, ατος, τό, ἐκπίνω a drinking-cup, beaker, Hdt., Soph., etc.
ShortDef
a drinking-cup, beaker
Debugging
Headword:
ἔκπωμα
Headword (normalized):
ἔκπωμα
Headword (normalized/stripped):
εκπωμα
IDX:
10312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10315
Key:
e)/kpwma
Data
{'content': 'ἔκπωμα\n ἔκπωμα, ατος, τό,\n ἐκπίνω\n a drinking-cup, beaker, Hdt., Soph., etc.', 'key': 'e)/kpwma'}