Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέω
ἐκπτύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
ἐκ
ἐκπύρωσις
ἔκπυστος
ἔκπωμα
ἐκπωτάομαι
ἐκραίνω
ἐκρέω
ἐκρήγνυμι
ἐκριζόω
ἐκριπίζω
ἐκρίπτω
ἐκροή
ἔκροος
View word page
ἔκπυστος
ἔκπυστος ἔκπυστος, ον ἐκπυνθάνομαι discovered, Thuc.
ShortDef
discovered
Debugging
Headword:
ἔκπυστος
Headword (normalized):
ἔκπυστος
Headword (normalized/stripped):
εκπυστος
IDX:
10311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10314
Key:
e)/kpustos
Data
{'content': 'ἔκπυστος\n ἔκπυστος, ον\n ἐκπυνθάνομαι\n discovered, Thuc.', 'key': 'e)/kpustos'}