Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέω
ἐκπτύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
ἐκ
ἐκπύρωσις
ἔκπυστος
ἔκπωμα
ἐκπωτάομαι
ἐκραίνω
ἐκρέω
View word page
ἐκπτοέω
ἐκπτοέω fut. ήσω = ἐκπτήσσω Tzetz.:—Pass. to bestruck with admiration, Eur.
ShortDef
to bestruck with admiration
Debugging
Headword:
ἐκπτοέω
Headword (normalized):
ἐκπτοέω
Headword (normalized/stripped):
εκπτοεω
IDX:
10305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10308
Key:
e)kptoe/w
Data
{'content': 'ἐκπτοέω\n fut. ήσω\n = ἐκπτήσσω Tzetz.:—Pass. to bestruck with admiration, Eur.', 'key': 'e)kptoe/w'}