Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέω
ἐκπτύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
ἐκ
ἐκπύρωσις
ἔκπυστος
ἔκπωμα
ἐκπωτάομαι
ἐκραίνω
View word page
ἐκπτήσσω
ἐκπτήσσω fut. ξω to scare out of, οἴκων με ἐξέπταξας (Doric) Eur.
ShortDef
to scare out of
Debugging
Headword:
ἐκπτήσσω
Headword (normalized):
ἐκπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
εκπτησσω
IDX:
10304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10307
Key:
e)kpth/ssw
Data
{'content': 'ἐκπτήσσω\n fut. ξω\n to scare out of, οἴκων με ἐξέπταξας (Doric) Eur.', 'key': 'e)kpth/ssw'}