Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέω
ἐκπτύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
ἐκ
ἐκπύρωσις
ἔκπυστος
ἔκπωμα
ἐκπωτάομαι
View word page
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτερύσσομαι Dep. to spread the wings, Luc.
ShortDef
to spread the wings
Debugging
Headword:
ἐκπτερύσσομαι
Headword (normalized):
ἐκπτερύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπτερυσσομαι
IDX:
10303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10306
Key:
e)kpteru/ssomai
Data
{'content': 'ἐκπτερύσσομαι\n Dep. to spread the wings, Luc.', 'key': 'e)kpteru/ssomai'}