Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπρίω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέω
ἐκπτύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
ἐκ
ἐκπύρωσις
ἔκπυστος
ἔκπωμα
View word page
ἐκπροχέω
ἐκπροχέω fut. -χεῶ to pour forth, Anth.
ShortDef
to pour forth
Debugging
Headword:
ἐκπροχέω
Headword (normalized):
ἐκπροχέω
Headword (normalized/stripped):
εκπροχεω
IDX:
10302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10305
Key:
e)kproxe/w
Data
{'content': 'ἐκπροχέω\n fut. -χεῶ\n to pour forth, Anth.', 'key': 'e)kproxe/w'}