Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπρίασθαι
ἐκπρίω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέω
ἐκπτύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
ἐκ
ἐκπύρωσις
ἔκπυστος
View word page
ἐκπροφεύγω
ἐκπροφεύγω fut. -φεύξομαι to flee away from, Anth.

ShortDef

to flee away from

Debugging

Headword:
ἐκπροφεύγω
Headword (normalized):
ἐκπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
εκπροφευγω
IDX:
10301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10304
Key:
e)kprofeu/gw

Data

{'content': 'ἐκπροφεύγω\n fut. -φεύξομαι\n to flee away from, Anth.', 'key': 'e)kprofeu/gw'}