Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἐκπρίω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
ἐκπτερύσσομαι
ἐκπτήσσω
ἐκπτοέω
ἐκπτύω
ἐκπυνθάνομαι
ἐκπυρόω
View word page
ἐκπρολείπω
ἐκπρολείπω fut. ψω to forsake, abandon, Od.

ShortDef

to forsake, abandon

Debugging

Headword:
ἐκπρολείπω
Headword (normalized):
ἐκπρολείπω
Headword (normalized/stripped):
εκπρολειπω
IDX:
10298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10301
Key:
e)kprolei/pw

Data

{'content': 'ἐκπρολείπω\n fut. ψω\n to forsake, abandon, Od.', 'key': 'e)kprolei/pw'}