Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἄγαν
ἀγάομαι
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγάπημα
ἀγαπήνωρ
ἀγάπη
ἀγαπητέος
ἀγαπητικός
ἀγαπητός
ἀγαπώντως
ἀγάρροος
View word page
ἀγάομαι
ἀγάομαι Epic form of ἄγαμαι Only in part. ἀγώμενος admiring, Hes.
ShortDef
admiring
Debugging
Headword:
ἀγάομαι
Headword (normalized):
ἀγάομαι
Headword (normalized/stripped):
αγαομαι
IDX:
103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n103
Key:
a)ga/omai
Data
{'content': 'ἀγάομαι\n Epic form of ἄγαμαι\n Only in part. ἀγώμενος \n admiring, Hes.', 'key': 'a)ga/omai'}