ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκαλέομαι
Mid. to call to oneself or summon out of, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Od.
{
"content": "ἐκπροκαλέομαι\n Mid. to call to oneself or summon out of, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Od.",
"key": "e)kprokale/omai"
}