Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπορθήτωρ
ἐκπορθμεύω
ἐκπορίζω
ἐκπορνεύω
ἐκποτάομαι
ἐκπράσσω
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἐκπρίω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
ἐκπροφεύγω
ἐκπροχέω
View word page
ἐκπρίω
ἐκπρίω fut. -πριοῦμαι to saw out, Thuc.

ShortDef

to saw out

Debugging

Headword:
ἐκπρίω
Headword (normalized):
ἐκπρίω
Headword (normalized/stripped):
εκπριω
IDX:
10292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10295
Key:
e)kpri/w

Data

{'content': 'ἐκπρίω\n fut. -πριοῦμαι\n to saw out, Thuc.', 'key': 'e)kpri/w'}