Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπορεύω
ἐκπορθέω
ἐκπορθήτωρ
ἐκπορθμεύω
ἐκπορίζω
ἐκπορνεύω
ἐκποτάομαι
ἐκπράσσω
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἐκπρίω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
ἐκπροτιμάω
View word page
ἔκπρησις
ἔκπρησις ἔκπρησις, εως ἐκ, πίπρημι a setting on fire, inflaming, Plut.

ShortDef

a setting on fire, inflaming

Debugging

Headword:
ἔκπρησις
Headword (normalized):
ἔκπρησις
Headword (normalized/stripped):
εκπρησις
IDX:
10290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10293
Key:
e)/kprhsis

Data

{'content': 'ἔκπρησις\n ἔκπρησις, εως\n ἐκ, πίπρημι\n a setting on fire, inflaming, Plut.', 'key': 'e)/kprhsis'}