Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπονέω
ἐκπορεύω
ἐκπορθέω
ἐκπορθήτωρ
ἐκπορθμεύω
ἐκπορίζω
ἐκπορνεύω
ἐκποτάομαι
ἐκπράσσω
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἐκπρίω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
ἐκπρορέω
View word page
ἐκπρέπω
ἐκπρέπω to be excellent in a thing, τινί Eur.
ShortDef
to be excellent
Debugging
Headword:
ἐκπρέπω
Headword (normalized):
ἐκπρέπω
Headword (normalized/stripped):
εκπρεπω
IDX:
10289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10292
Key:
e)kpre/pw
Data
{'content': 'ἐκπρέπω\n to be excellent in a thing, τινί Eur.', 'key': 'e)kpre/pw'}