Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπομπή
ἐκπονέω
ἐκπορεύω
ἐκπορθέω
ἐκπορθήτωρ
ἐκπορθμεύω
ἐκπορίζω
ἐκπορνεύω
ἐκποτάομαι
ἐκπράσσω
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἐκπρίω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
ἐκπροκαλέομαι
ἐκπροκρίνω
ἐκπρολείπω
View word page
ἐκπρεπής
ἐκπρεπής ἐκπρεπής, ές ἐκπρέπω distinguished out of all, preeminent, remarkable, Il.; μεγέθει ἐκπρεπεστάτα Aesch.; εἶδος ἐκπρεπεστάτη Eur. = ἔξω τοῦ πρέποντος, unseemly, monstrous, Thuc.: so adv. -πῶς, without reasonable grounds, Thuc.

ShortDef

distinguished out of all, preeminent, remarkable

Debugging

Headword:
ἐκπρεπής
Headword (normalized):
ἐκπρεπής
Headword (normalized/stripped):
εκπρεπης
IDX:
10288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10291
Key:
e)kpreph/s

Data

{'content': 'ἐκπρεπής\n ἐκπρεπής, ές\n ἐκπρέπω\n distinguished out of all, preeminent, remarkable, Il.; μεγέθει ἐκπρεπεστάτα Aesch.; εἶδος ἐκπρεπεστάτη Eur.\n = ἔξω τοῦ πρέποντος, unseemly, monstrous, Thuc.: so adv. -πῶς, without reasonable grounds, Thuc.', 'key': 'e)kpreph/s'}