ἐκπρεπής
ἐκπρεπής
ἐκπρεπής, ές
ἐκπρέπω
distinguished out of all, preeminent, remarkable, Il.; μεγέθει ἐκπρεπεστάτα Aesch.; εἶδος ἐκπρεπεστάτη Eur.
= ἔξω τοῦ πρέποντος, unseemly, monstrous, Thuc.: so adv. -πῶς, without reasonable grounds, Thuc.