Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπολέμωσις
ἐκπολιορκέω
ἐκπομπεύω
ἐκπομπή
ἐκπονέω
ἐκπορεύω
ἐκπορθέω
ἐκπορθήτωρ
ἐκπορθμεύω
ἐκπορίζω
ἐκπορνεύω
ἐκποτάομαι
ἐκπράσσω
ἐκπρεπής
ἐκπρέπω
ἔκπρησις
ἐκπρίασθαι
ἐκπρίω
ἐκπρόθεσμος
ἐκπροθυμέομαι
ἐκπροΐημι
View word page
ἐκπορνεύω
ἐκπορνεύω fut. σω to commit fornication, NTest.
ShortDef
to commit fornication
Debugging
Headword:
ἐκπορνεύω
Headword (normalized):
ἐκπορνεύω
Headword (normalized/stripped):
εκπορνευω
IDX:
10285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10288
Key:
e)kporneu/w
Data
{'content': 'ἐκπορνεύω\n fut. σω\n to commit fornication, NTest.', 'key': 'e)kporneu/w'}