Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτιον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκέλευστος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
ἀκερδής
View word page
ἄκαυστος
ἄκαυστος καίω unburnt, Xen.

ShortDef

unburnt

Debugging

Headword:
ἄκαυστος
Headword (normalized):
ἄκαυστος
Headword (normalized/stripped):
ακαυστος
IDX:
1028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1028
Key:
a)/kaustos

Data

{'content': 'ἄκαυστος\n καίω\n unburnt, Xen.', 'key': 'a)/kaustos'}