Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτιον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκέλευστος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
ἀκέομαι
ἀκέραιος
ἀκεραύνωτος
ἀκέρδεια
View word page
ἄκατος
ἄκατος a light vessel, Lat. actuaria, Hdt., etc.; cf. ἀκάτιον. generally, a ship, Eur.

ShortDef

a light vessel

Debugging

Headword:
ἄκατος
Headword (normalized):
ἄκατος
Headword (normalized/stripped):
ακατος
IDX:
1027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1027
Key:
a)/katos

Data

{'content': 'ἄκατος\n a light vessel, Lat. actuaria, Hdt., etc.; cf. ἀκάτιον.\n generally, a ship, Eur.', 'key': 'a)/katos'}