Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπηνίζομαι
ἐκπιδύομαι
ἐκπίμπλημι
ἐκπίνω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἕκπλεθρος
ἔκπλεος
ἐκπλέω
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήσσω
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυτος
ἐκπνέω
ἐκπνοή
ἐκποδών
ἐκποιέω
View word page
ἔκπληκτος
ἔκπληκτος ἔκπληκτος, ον terror-stricken, amazed, Luc.
ShortDef
terror-stricken, amazed
Debugging
Headword:
ἔκπληκτος
Headword (normalized):
ἔκπληκτος
Headword (normalized/stripped):
εκπληκτος
IDX:
10260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10263
Key:
e)/kplhktos
Data
{'content': 'ἔκπληκτος\n ἔκπληκτος, ον\n terror-stricken, amazed, Luc.', 'key': 'e)/kplhktos'}