Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπήδημα
ἐκπηνίζομαι
ἐκπιδύομαι
ἐκπίμπλημι
ἐκπίνω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἕκπλεθρος
ἔκπλεος
ἐκπλέω
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήσσω
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυτος
ἐκπνέω
ἐκπνοή
ἐκποδών
View word page
ἐκπληκτικός
ἐκπληκτικός ἐκπληκτικός, ή, όν ἐκπλήσσω striking with consternation, astounding, Thuc.

ShortDef

striking with consternation, astounding

Debugging

Headword:
ἐκπληκτικός
Headword (normalized):
ἐκπληκτικός
Headword (normalized/stripped):
εκπληκτικος
IDX:
10259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10262
Key:
e)kplhktiko/s

Data

{'content': 'ἐκπληκτικός\n ἐκπληκτικός, ή, όν\n ἐκπλήσσω\n striking with consternation, astounding, Thuc.', 'key': 'e)kplhktiko/s'}