Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπηνίζομαι
ἐκπιδύομαι
ἐκπίμπλημι
ἐκπίνω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἕκπλεθρος
ἔκπλεος
ἐκπλέω
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήσσω
ἔκπλοος
ἐκπλύνω
ἔκπλυτος
View word page
ἕκπλεθρος
ἕκπλεθρος ἕκ-πλεθρος, ον ἕξ, πλέθρον six plethra long, Eur.

ShortDef

six plethra long

Debugging

Headword:
ἕκπλεθρος
Headword (normalized):
ἕκπλεθρος
Headword (normalized/stripped):
εκπλεθρος
IDX:
10256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10259
Key:
e(/kpleqros

Data

{'content': 'ἕκπλεθρος\n ἕκ-πλεθρος, ον\n ἕξ, πλέθρον\n six plethra long, Eur.', 'key': 'e(/kpleqros'}