Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπετάννυμι
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπηνίζομαι
ἐκπιδύομαι
ἐκπίμπλημι
ἐκπίνω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἕκπλεθρος
ἔκπλεος
ἐκπλέω
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἔκπληξις
ἐκπληρόω
ἐκπλήσσω
ἔκπλοος
View word page
ἐκπιπράσκω
ἐκπιπράσκω to sell out, sell off, Dem.
ShortDef
to sell out, sell off
Debugging
Headword:
ἐκπιπράσκω
Headword (normalized):
ἐκπιπράσκω
Headword (normalized/stripped):
εκπιπρασκω
IDX:
10254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10257
Key:
e)kpipra/skw
Data
{'content': 'ἐκπιπράσκω\n to sell out, sell off, Dem.', 'key': 'e)kpipra/skw'}