Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισσῶς
ἐκπέρυσι
ἐκπετάννυμι
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπηνίζομαι
ἐκπιδύομαι
ἐκπίμπλημι
ἐκπίνω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἕκπλεθρος
ἔκπλεος
ἐκπλέω
ἐκπληκτικός
ἔκπληκτος
ἔκπληξις
View word page
ἐκπιδύομαι
ἐκπιδύομαι Dep. to gush forth, Aesch.
ShortDef
to gush forth
Debugging
Headword:
ἐκπιδύομαι
Headword (normalized):
ἐκπιδύομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπιδυομαι
IDX:
10251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10254
Key:
e)kpidu/omai
Data
{'content': 'ἐκπιδύομαι\n Dep. to gush forth, Aesch.', 'key': 'e)kpidu/omai'}