Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπέρθω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισσῶς
ἐκπέρυσι
ἐκπετάννυμι
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπηνίζομαι
ἐκπιδύομαι
ἐκπίμπλημι
ἐκπίνω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἕκπλεθρος
ἔκπλεος
ἐκπλέω
ἐκπληκτικός
View word page
ἐκπήδημα
ἐκπήδημα ἐκπήδημα, ατος, τό, a leap out, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος a height too great for out-leap, Aesch.

ShortDef

for out-leap

Debugging

Headword:
ἐκπήδημα
Headword (normalized):
ἐκπήδημα
Headword (normalized/stripped):
εκπηδημα
IDX:
10249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10252
Key:
e)kph/dhma

Data

{'content': 'ἐκπήδημα\n ἐκπήδημα, ατος, τό,\n a leap out, ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος a height too great for out-leap, Aesch.', 'key': 'e)kph/dhma'}