Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπέραμα
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισσῶς
ἐκπέρυσι
ἐκπετάννυμι
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπηνίζομαι
ἐκπιδύομαι
ἐκπίμπλημι
ἐκπίνω
ἐκπιπράσκω
ἐκπίπτω
ἕκπλεθρος
View word page
ἐκπέτομαι
ἐκπέτομαι or -πέταμαι fut. -πτήσομαι aor2 ἐξεπτόμην aor2 -άμην act. ἐξέπτην to fly out or away, Hes., Eur.
ShortDef
to fly out
Debugging
Headword:
ἐκπέτομαι
Headword (normalized):
ἐκπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
εκπετομαι
IDX:
10246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10249
Key:
e)kpe/tomai
Data
{'content': 'ἐκπέτομαι\n or -πέταμαι\n fut. -πτήσομαι\n aor2 ἐξεπτόμην\n aor2 -άμην\n act. ἐξέπτην\n to fly out or away, Hes., Eur.', 'key': 'e)kpe/tomai'}