Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπέραμα
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισσῶς
ἐκπέρυσι
ἐκπετάννυμι
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
ἐκπηνίζομαι
ἐκπιδύομαι
ἐκπίμπλημι
View word page
ἐκπερισσῶς
ἐκπερισσῶς more exceedingly, NTest.
ShortDef
more exceedingly
Debugging
Headword:
ἐκπερισσῶς
Headword (normalized):
ἐκπερισσῶς
Headword (normalized/stripped):
εκπερισσως
IDX:
10242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10245
Key:
e)kperissw=s
Data
{'content': 'ἐκπερισσῶς\n more exceedingly, NTest.', 'key': 'e)kperissw=s'}