Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκπέλει
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπέραμα
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισσῶς
ἐκπέρυσι
ἐκπετάννυμι
ἐκπετήσιμος
ἐκπέτομαι
ἐκπεύθομαι
ἐκπηδάω
ἐκπήδημα
View word page
ἐκπέρθω
ἐκπέρθω fut. -πέρσω to destroy utterly, Il., Aesch.
ShortDef
to destroy utterly
Debugging
Headword:
ἐκπέρθω
Headword (normalized):
ἐκπέρθω
Headword (normalized/stripped):
εκπερθω
IDX:
10239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10242
Key:
e)kpe/rqw
Data
{'content': 'ἐκπέρθω\n fut. -πέρσω\n to destroy utterly, Il., Aesch.', 'key': 'e)kpe/rqw'}