ἐκπέραμα
ἐκπέραμα
ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,
a coming out of, δωμάτων Aesch.
from ἐκπεράω
{ "content": "ἐκπέραμα\n ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,\n a coming out of, δωμάτων Aesch.\n from ἐκπεράω", "key": "e)kpe/rama" }