Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπαύω
ἐκπείθω
ἐκπειράζω
ἐκπειράομαι
ἐκπέλει
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπέραμα
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισσῶς
ἐκπέρυσι
ἐκπετάννυμι
ἐκπετήσιμος
View word page
ἐκπεραίνω
ἐκπεραίνω fut. ανῶ to finish off, Eur.:—Pass. to be accomplished, Eur., Xen.

ShortDef

to finish off

Debugging

Headword:
ἐκπεραίνω
Headword (normalized):
ἐκπεραίνω
Headword (normalized/stripped):
εκπεραινω
IDX:
10235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10238
Key:
e)kperai/nw

Data

{'content': 'ἐκπεραίνω\n fut. ανῶ\n to finish off, Eur.:—Pass. to be accomplished, Eur., Xen.', 'key': 'e)kperai/nw'}