Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκπάτιος
ἐκπαύω
ἐκπείθω
ἐκπειράζω
ἐκπειράομαι
ἐκπέλει
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπέραμα
ἐκπεράω
ἐκπερδικίζω
ἐκπέρθω
ἐκπερίειμι
ἐκπεριπλέω
ἐκπερισσῶς
ἐκπέρυσι
ἐκπετάννυμι
View word page
ἐκπεπταμένως
ἐκπεπταμένως adverb from perf. pass. of ἐκπετάννυμι, extravagantly, Xen.

ShortDef

extravagantly

Debugging

Headword:
ἐκπεπταμένως
Headword (normalized):
ἐκπεπταμένως
Headword (normalized/stripped):
εκπεπταμενως
IDX:
10234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10237
Key:
e)kpeptame/nws

Data

{'content': 'ἐκπεπταμένως\n adverb from perf. pass. of ἐκπετάννυμι,\n extravagantly, Xen.', 'key': 'e)kpeptame/nws'}