Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἔκπαγλος
ἐκπαίδευμα
ἐκπαιδεύω
ἐκπαιφάσσω
ἐκπαίω
ἐκπάλλω
ἐκπατάσσω
ἐκπάτιος
ἐκπαύω
ἐκπείθω
ἐκπειράζω
ἐκπειράομαι
ἐκπέλει
ἐκπέμπω
ἔκπεμψις
ἐκπεπαίνω
ἐκπεπληγμένως
ἐκπεπταμένως
ἐκπεραίνω
ἐκπέραμα
ἐκπεράω
View word page
ἐκπειράζω
ἐκπειράζω fut. άσω to tempt, c. acc., NTest.

ShortDef

to tempt

Debugging

Headword:
ἐκπειράζω
Headword (normalized):
ἐκπειράζω
Headword (normalized/stripped):
εκπειραζω
IDX:
10227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10230
Key:
e)kpeira/zw

Data

{'content': 'ἐκπειράζω\n fut. άσω\n to tempt, c. acc., NTest.', 'key': 'e)kpeira/zw'}