Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτιον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκέλευστος
ἀκέντητος
ἄκεντρος
View word page
ἀκατάσχετος
ἀκατάσχετος κατέχω not to be checked:— adv. -τως, Plut.

ShortDef

not to be checked

Debugging

Headword:
ἀκατάσχετος
Headword (normalized):
ἀκατάσχετος
Headword (normalized/stripped):
ακατασχετος
IDX:
1023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1023
Key:
a)kata/sxetos

Data

{'content': 'ἀκατάσχετος\n κατέχω\n not to be checked:— adv. -τως, Plut.', 'key': 'a)kata/sxetos'}