Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτιον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκέλευστος
ἀκέντητος
View word page
ἀκατάστατος
ἀκατάστατος καθίστημι unstable, unsettled, Dem.
ShortDef
unstable, unsettled
Debugging
Headword:
ἀκατάστατος
Headword (normalized):
ἀκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
ακαταστατος
IDX:
1022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1022
Key:
a)kata/statos
Data
{'content': 'ἀκατάστατος\n καθίστημι\n unstable, unsettled, Dem.', 'key': 'a)kata/statos'}