Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτιον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
ἀκέλευστος
View word page
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπαυστος καταπαύομαι that cannot cease from τινός NTest.

ShortDef

that cannot cease from

Debugging

Headword:
ἀκατάπαυστος
Headword (normalized):
ἀκατάπαυστος
Headword (normalized/stripped):
ακαταπαυστος
IDX:
1021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1021
Key:
a)kata/paustos

Data

{'content': 'ἀκατάπαυστος\n καταπαύομαι\n that cannot cease from τινός NTest.', 'key': 'a)kata/paustos'}