Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτιον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχίζω
ἀκαχμένος
View word page
ἀκατάλυτος
ἀκατάλυτος καταλύω indissoluble, NTest.
ShortDef
indissoluble
Debugging
Headword:
ἀκατάλυτος
Headword (normalized):
ἀκατάλυτος
Headword (normalized/stripped):
ακαταλυτος
IDX:
1020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1020
Key:
a)kata/lutos
Data
{'content': 'ἀκατάλυτος\n καταλύω\n indissoluble, NTest.', 'key': 'a)kata/lutos'}