Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκαριαῖος
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτιον
ἄκατος
ἄκαυστος
ἀκαχίζω
View word page
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλλακτος καταλλάσσω irreconcileable:— adv. -τως, ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem.

ShortDef

irreconcileable

Debugging

Headword:
ἀκατάλλακτος
Headword (normalized):
ἀκατάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
ακαταλλακτος
IDX:
1019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1019
Key:
a)kata/llaktos

Data

{'content': 'ἀκατάλλακτος\n καταλλάσσω\n irreconcileable:— adv. -τως, ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem.', 'key': 'a)kata/llaktos'}