ἀκατάλλακτος
ἀκατάλλακτος
καταλλάσσω
irreconcileable:— adv. -τως, ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem.
{
"content": "ἀκατάλλακτος\n καταλλάσσω\n irreconcileable:— adv. -τως, ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem.",
"key": "a)kata/llaktos"
}