Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκλωβάομαι
ἐκλωπίζω
ἐκμαγεῖον
ἐκμαίνω
ἔκμακτρον
ἐκμανθάνω
ἐκμαραίνω
ἐκμαργόομαι
ἐκμαρτυρέω
ἐκμαρτυρία
ἐκμάσσατο
ἐκμάσσω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείρομαι
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμετρέω
ἕκμηνος
ἐκμηνύω
ἐκμηρύομαι
ἐκμιμέομαι
View word page
ἐκμάσσατο
ἐκμάσσατο ἐκ-μάσσατο, 3rd sg. aor1, he devised or invented, τι Hhymn.; v. μαίομαι.

ShortDef

he devised

Debugging

Headword:
ἐκμάσσατο
Headword (normalized):
ἐκμάσσατο
Headword (normalized/stripped):
εκμασσατο
IDX:
10182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10185
Key:
e)kma/ssato

Data

{'content': 'ἐκμάσσατο\n ἐκ-μάσσατο, 3rd sg. aor1, he devised or invented, τι Hhymn.; v. μαίομαι.', 'key': 'e)kma/ssato'}