Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἐκλυτήριος
ἔκλυτος
ἐκλύω
ἐκλωβάομαι
ἐκλωπίζω
ἐκμαγεῖον
ἐκμαίνω
ἔκμακτρον
ἐκμανθάνω
ἐκμαραίνω
ἐκμαργόομαι
ἐκμαρτυρέω
ἐκμαρτυρία
ἐκμάσσατο
ἐκμάσσω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείρομαι
ἐκμελετάω
ἐκμελής
ἐκμετρέω
ἕκμηνος
View word page
ἐκμαργόομαι
ἐκμαργόομαι Pass. to go raving mad, Eur.
ShortDef
to go raving mad
Debugging
Headword:
ἐκμαργόομαι
Headword (normalized):
ἐκμαργόομαι
Headword (normalized/stripped):
εκμαργοομαι
IDX:
10179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10182
Key:
e)kmargo/omai
Data
{'content': 'ἐκμαργόομαι\n Pass. to go raving mad, Eur.', 'key': 'e)kmargo/omai'}