Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἐκλογισμός
ἐκλοχεύω
ἔκλυσις
ἐκλυτήριος
ἔκλυτος
ἐκλύω
ἐκλωβάομαι
ἐκλωπίζω
ἐκμαγεῖον
ἐκμαίνω
ἔκμακτρον
ἐκμανθάνω
ἐκμαραίνω
ἐκμαργόομαι
ἐκμαρτυρέω
ἐκμαρτυρία
ἐκμάσσατο
ἐκμάσσω
ἐκμεθύσκω
ἐκμείρομαι
ἐκμελετάω
View word page
ἔκμακτρον
ἔκμακτρον ἔκμακτρον, ου, τό, ἐκμάσσω an impress, Eur.

ShortDef

an impress

Debugging

Headword:
ἔκμακτρον
Headword (normalized):
ἔκμακτρον
Headword (normalized/stripped):
εκμακτρον
IDX:
10176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n10179
Key:
e)/kmaktron

Data

{'content': 'ἔκμακτρον\n ἔκμακτρον, ου, τό,\n ἐκμάσσω\n an impress, Eur.', 'key': 'e)/kmaktron'}