Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀκάρηνος
ἀκαρής
ἀκαριαῖος
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκασκαῖος
ἀκατάβλητος
ἀκατάγνωστος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκριτος
ἀκατάλλακτος
ἀκατάλυτος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάστατος
ἀκατάσχετος
ἀκαταφρόνητος
ἀκατάψευστος
ἀκάτιον
ἄκατος
View word page
ἀκατακάλυπτος
ἀκατακάλυπτος κατακαλύπτω uncovered, NTest.

ShortDef

uncovered

Debugging

Headword:
ἀκατακάλυπτος
Headword (normalized):
ἀκατακάλυπτος
Headword (normalized/stripped):
ακατακαλυπτος
IDX:
1017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1017
Key:
a)kataka/luptos

Data

{'content': 'ἀκατακάλυπτος\n κατακαλύπτω\n uncovered, NTest.', 'key': 'a)kataka/luptos'}